πνευμοθώρακας

πνευμοθώρακας
Είναι η παρουσία αέρα στην κοιλότητα του υπεζωκότα, που μπορεί να οφείλεται σε παθολογικά αίτια (αυτόματος π.) ή μπορεί να προκληθεί (τεχνητός π.) για θεραπευτικούς σκοπούς, ή, σπανιότερα για διαγνωστικούς σκοπούς. Ο αυτόματος π. οφείλεται σε βλάβες τμημάτων του πνεύμονα που βρίσκονται κοντά στον υπεζωκότα ή σε ρήξη εμφυσηματικών φυσαλλίδων, μπορεί επίσης να οφείλεται σε τραυματική διάτρηση του θωρακικού τοιχώματος, του διαφράγματος ή των τοιχωμάτων του μεσοθωρακίου. Ο τεχνητός π. γίνεται με εισαγωγή στην κοιλότητα του υπεζωκότα ειδικής βελόνας που συνδέεται μ’ ένα όργανο που ρυθμίζει την εισαγωγή αερίου και μετρά την πίεσή του στην υπεζωκοτική κοιλότητα. Η είσοδος αερίου μεταξύ των πετάλων του υπεζωκότα προκαλεί σύμπτωση του πνεύμονα, ο οποίος συρρικνώνεται με την επίδραση των ελαστικών ινών του· αν το εισερχόμενο αέριο φτάσει σε υψηλή θετική πίεση, ο πνεύμονας ακινητοποιείται και δεν συμμετέχει πια στην αναπνευστική λειτουργία, οπότε εμφανίζονται βαριές διαταραχές της οξυγόνωσης. Ο τεχνητός π. προτάθηκε από τον Κάρλο Φορλανίνι για τη θεραπεία της πνευμονικής φυματίωσης, με την ακινητοποίηση και παύση της λειτουργίας του πάσχοντα πνευμονικού παρεγχύματος· παρότι η ανακάλυψη των αντιβιοτικών και των άλλων αντιφυματικών χημειοθεραπευτικών φαρμάκων και η εξέλιξη της χειρουργικής του πνεύμονα περιόρισαν τις ενδείξεις του τεχνητού π., η μέθοδος εφαρμόζεται ακόμα επιτυχώς. Αριστερά τεχνητός πνευμοθώρακας. Στην ακτινογραφία διακρίνεται η συρρίκνωση του πνεύμονα, στον οποίο παραμένει μια ακτινολογική διαύγεια.
* * *
και πνευμονοθώρακας, ο, Ν
ιατρ.
1. κατάσταση κατά την οποία συγκεντρώνεται αέρας μέσα στην κοιλότητα τού υπεζωκότα, προκαλώντας την διάτασή της και συμπιέζοντας έτσι τον υποκείμενο πνεύμονα
2. φρ. α) «τεχνητός πνευμοθώρακας» — παλαιότερη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία τής φυματίωσης και που συνίστατο στην ένεση αέρα στην κοιλότητα τού υπεζωκότα με βελόνη, γεγονός που προκαλούσε συμπίεση τού υποκείμενου πνεύμονα, απαλλάσσοντάς τον από την καταπόνηση τών αναπνευστικών κινήσεων μέχρι την επούλωση
β) «αυτόματος πνευμοθώρακας» — η είσοδος αέρα στην υπεζωκοτική κοιλότητα μέσω μιας μη φυσιολογικής επικοινωνίας μεταξύ υπεζωκότα και βρόγχων συνεπεία φυματιώσεως ή άλλης πνευμονικής νόσου
γ) «τραυματικός πνευμοθώρακας» — συγκέντρωση αέρα που προκαλείται από διατιτραίνοντα τραύματα ή από άλλες βλάβες στο θωρακικό τοίχωμα, ύστερα από τα οποία ο αέρας αναρροφάται μέσω τού ανοίγματος προς τον υπεζωκοτικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumothorax (< πνεύμα + θώραξ). Η λ. στον λόγιο τ. πνευμοθώραξ, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πνευμονοθώρακας — ο, Ν βλ. πνευμοθώρακας …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • υδροπνευμοθώρακας — ο, Ν ιατρ. πνευμοθώρακας που έχει επιπλακεί με συλλογή υγρού στην πλευρική κοιλότητα ή υδροθώρακας με είσοδο αέρα στην κοιλότητα τού υπεζωκότα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. hydropneumothorax (< υδρ[ο] * + πνεύμα + θώρακας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”